Το πολιτικό και η πολιτική. Οι διαχωριστικές γραμμές και η αντιδραστική θεώρηση του πολιτικού.
Ο άνθρωπος είναι ζώον πολιτικόν. Ο άνθρωπος καθίσταται άνθρωπος εν πόλει. Είναι άνθρωπος γιατί σχεδιάζει, διαμορφώνει, συγκροτεί την πόλη, ως τον χώρο τιθάσευσης της βίας, η οποία τιθάσευση είναι αυτή που επιτρέπει τη συμβίωση. Με μια πιο σύγχρονη, ήτοι νεωτερική (στη βάση της διφυούς ιδιότητας του ανθρώπου ως ιδιώτη/πολίτη) και όχι πρωτοπολιτική – όπως η αριστοτελική – διατύπωση, μπορούμε να ορίσουμε το πολιτικό, ως τον τρόπο, τη διαδικασία μέσω της οποίας ένας αριθμός ανθρώπων, ένα (αδιάρθρωτο, ή παραδοσιακά διαρθρωμένο) πλήθος συγκροτείται σε κοινωνία. Όπου κοινωνία δεν είναι απλά ένα άμορφο πλήθος – αντικείμενο επί του οποίου ασκεί εξουσία ένας (προσυμβολαιϊκός) κυρίαρχος, ούτε μια καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεκτική κοινότητα πεπρωμένου (Volksgemeinschaft / Schicksalsgemeinschaft).
Το σημασιολογικό περιεχόμενο της έννοιας κοινωνία αναδεικνύεται μέσω της ωρίμανσης και διαμόρφωσής της από τον διαφωτισμό, τις χειραφετητικές επαναστάσεις του 18ου αιώνα (και του προηγηθέντος αιώνα των αγγλικών επαναστάσεων), το σοσιαλιστικό κίνημα του 19ου αιώνα και την υπέρβαση των ολοκληρωτισμών του 20ου αιώνα. Αυτή η γενεσιουργός διαδικασία αναδεικνύει την έννοια της κοινωνίας ως την δικαιοκρατικά οργανωμένη συμβίωση ελευθέρων και ίσων ατόμων – υποκειμένων φορέων δικαιωμάτων και ελευθεριών (κοινωνικό συμβόλαιο/volonté générale). Η λαϊκή κυριαρχία και η διάκριση των εξουσιών, υπό την θεμελιωτική δέσμευση της αξίας του ανθρώπου, η οποία είναι ο πυρήνας του ηθικού κανόνα που ως υπερθετικό Δίκαιο (Maus) καθορίζει το κανονιστικό πλαίσιο της έννομης τάξης, είναι τα θεμέλια της δικαιοκρατικής αυτοδεσμευτικής οργάνωσης της (νεωτερικής) κοινωνίας2. Αυτή είναι η θεσμική και οργανωτική μορφή του πλέγματος εγγυήσεων της ισχύος των δικαιωμάτων και ελευθεριών, η οποία υλοποιεί τον τρόπο – πολιτικής – συγκρότησης της κοινωνίας. Το πολιτικό είναι ο τόπος του νεωτερικού εγχειρήματος και η διαδικασία αναζήτησής του ταυτίζεται με την επίτευξη του συγκεκριμένου χαρακτήρα της κανονιστικής οργάνωσης, η οποία αναδεικνύει τον τόπο ως το ζητούμενο. Η εσωτερική λογική της διαδικασίας είναι τελεολογικού χαρακτήρα, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι η οδύσσεια δεν επιδέχεται ανατροπές, οπισθοδρομήσεις, ή/και ίσως ανυπέρβλητα εμπόδια πραγμάτωσης - επικράτησης.
Είναι, κατά τη γνώμη μου, προφανές ότι η μόνη δυνατή νοηματοδότηση του πολιτικού ενσωματώνει την έννοια της Δημοκρατίας, και μάλιστα υπό όρους ισχύος και τυπικών και ουσιαστικών δικαιωμάτων ως τέλους (σκοπού), αλλά και ως εννοιολογικά πρωτογενώς ενυπάρχουσας κανονιστικής προϋπόθεσης. Πρωτογενώς ενυπάρχουσα προϋπόθεση του σημαντικού περιεχομένου της έννοιας του πολιτικού, αφού η έννοια ωριμάζει και τείνει προς την ολοκλήρωσή της ως εγχείρημα-σκοπός τελεολογικής και όχι εσχατολογικής λογικής, μέσω της ιστορικής πορείας χειραφέτησης από τις διάφορες μορφές ετερονομίας και νόθευσής της3.
Το πολιτικό, ως ιστορική και νοηματική differentia specifica του εγχειρήματος της νεωτερικότητας επιτρέπει ουσιαστικά δύο αναγνώσεις της πολιτικής.
Η πολιτική, ή αποτελεί σύνολο δράσεων που εντάσσονται στη λογική της πραγμάτωσης του πολιτικού και αποτελεί έκφραση της διαδικασίας ανάδειξής του, ή αποτελεί σύνολο δράσεων με στόχο τη διακοπή της διαδικασίας συγκρότησης του πολιτικού, ή την αναίρεσή του ή την περιθωριοποίησή του4.
Η οριοθέτηση της επικράτειας του έθνους-κράτους σήμαινε ταυτόχρονα την οριοθέτηση της εθνικής κοινωνίας (το δικαίωμα στην ιθαγένεια και η αρχή της εθνικής κυριαρχίας) και επέτρεψε την εμβάθυνση και διεύρυνση της διαδικασίας εκδημοκρατισμού, την (εσωτερική) διεύρυνση της ιδιότητας του φορέα δικαιωμάτων και ελευθεριών (bourgeois/citoyen), την μετάβαση από την έννοια του υπηκόου στην έννοια του πολίτη.
Η αντίδραση σ’ αυτή τη διαδικασία εκδημοκρατισμού και ειδικότερα η αντίδραση στην διεύρυνση των πολιτικών δικαιωμάτων, η αντίδραση απέναντι στην επιβολή της καθολικής ψηφοφορίας ανέδειξε μια άλλη ερμηνεία της έννοιας του διαχωριστικού ορίου-συνόρου. Ανέδειξε την διαχωριστική (συνοριακή) γραμμή, όχι πλέον ως προστατευτικό κέλυφος, όχι πλέον ως προστατευτική περιχαράκωση που επέτρεπε την ανάδειξη της διαδικασίας εκδημοκρατισμού, ή την διασφάλιση των κεκτημένων αυτής της διαδικασίας, αλλά ως απόλυτη αξία. Η για πρακτικούς λόγους αναγκαία διαχωριστική γραμμή-σύνορο μεταβάλλεται σε αξία αφεαυτής. Η μετάλλαξη του ορίου από σύνορο προστασίας/εγγύησης σε υπέρτατη αξία σήμανε συγχρόνως την έκπτωση του ορθού λόγου και την ανάδειξη του ανορθολογισμού στο καθοριστικό περιεχόμενο της αντίδρασης. Πρόκειται για την μετάλλαξη την οποία ο Habermas περιγράφει ως την μετάβαση από την πολιτική έννοια του έθνους (δήμου-λαού) στην πολιτισμική έννοια του έθνους5.
Η αναγκαία και πρακτική διάσταση της διαχωριστικής γραμμής-οριοθέτησης ως αντικειμενικά αναγκαίας συνθήκης διασφάλισης του τόπου, του πεδίου ανάδειξης του πολιτικού, μετεβλήθη, υπό την απειλή της ανάδειξης της κοινωνίας των ελεύθερων και ίσων ως συλλογικής χειραφετητικής έννοιας, σε έννοια-ταυτότητα αναιρετική της ίδιας της έννοιας της κοινωνίας. Η ανθρώπινη ιδιότητα, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως κεντρικό πολιτικό αίτημα και περιεχόμενο των πολιτικών αγώνων, αναζήτησε την δικαίωσή της μέσα από την σχετικοποίηση-υποχώρηση των παραδοσιακών (φεουδαρχική πυραμίδα, νομικές τάξεις), αλλά και των αρχικών νεωτερικών (ιδιοκτησία ως κριτήριο συμμετοχής στην ιδιότητα του φορέα δικαιωμάτων) διαχωριστικών γραμμών περιχαράκωσής της. Η αντίδραση σ’ αυτήν την διαδικασία συγκρότησης κοινωνίας μετέβαλλε την οριοθέτηση (Abgrenzung) σε υπερκοινωνική και γι’ αυτό υπεριστορική ταυτότητα.
Το αρχικά δευτερογενές, πρακτικό πλαίσιο μυθοποιείται μέσα από την απόλυτη άρνηση των (αξιακών) περιεχομένων που είχαν διαμορφώσει τον -ιστορικά αναγκαίο- λόγο ύπαρξής του.
Η άρνηση του περιεχομένου, η αντίδραση απέναντι στην πορεία επιβολής του περιεχομένου, η αντίδραση και αποδέσμευση από αυτό αναιρεί το περιεχόμενο και νοηματοδοτεί το όριο, τον διαχωρισμό, τον αποκλεισμό ως το κατεξοχήν αξιακό περιεχόμενο.
Η διαδικασία εκδημοκρατισμού ανατρέποντας την ολιγαρχική ερμηνεία της ανθρώπινης ιδιότητας και ως εκ τούτου επιβάλλοντας την γενική ισχύ της έννοιας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας διαμορφώνει την (πολιτική) έννοια του λαού (των ελεύθερων και ίσων) ως κυρίαρχου, ως του κυρίαρχου πολιτικού σώματος και καθιστά τον εντός των εθνικών συνόρων πληθυσμό (εθνική) κοινωνία. Αντίθετα η αντίδραση απέναντι στη διαδικασία εκδημοκρατισμού απολυτοποιεί το όριο, απολυτοποιεί τον αποκλεισμό για να ανατρέψει όχι μόνο την διεύρυνση των δικαιωμάτων και ελευθεριών, αλλά και την ίδια την υπόστασή τους. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η αντιδραστική σκέψη θεωρεί το όριο, τον διαχωρισμό ως το περιεχόμενο του πολιτικού.
Η διαχωριστική γραμμή που διαχωρίζει τον φίλο από τον εχθρό, ο διαχωρισμός φίλου-εχθρού ανακηρύσσεται ως η έννοια, η πεμπτουσία του πολιτικού. Ουσιαστικά είναι τα όρια-σύνορα του έθνους-κράτους που διαχωρίζουν την ολότητα ενός λαού από έναν (εθνικά) άλλο λαό (Volk/Volksgemeischaft) και ταυτίζονται με την έννοια του πολιτικού. Ο εθνικά άλλος, ο ανήκων σε άλλη κοινότητα λαού είναι ο εχθρός. Την πιο συστηματική διατύπωση αυτής της έννοιας του πολιτικού κατασκευάζει ασφαλώς ο Carl Schmitt στο περίφημο ομώνυμο έργο του6. Ο άλλος δεν είναι καν εχθρός. Είναι πολέμιος.7 Είναι υπαρξιακά κάτι άλλο κάτι εχθρικό8. Ο πόλεμος (η φυσική εξόντωση του άλλου – die physiche Tőtung) είναι η αναγκαία, η υπαρξιακά αναγκαία συνέπεια γιατί είναι η υπαρξιακή άρνηση ενός άλλου είναι, die seinsmässige Negation eines anderen Seins9.
Ο άλλος είναι πολέμιος γιατί είναι απόλυτα άλλος, είναι το άλλο είναι. Ο άλλος είναι δηλαδή ο φυσικός πολέμιος της εθνικής ύπαρξης. Χρησιμοποιώντας τις διατυπώσεις του Cromwell στο λόγο του της 17.9.1656 εναντίον της παπικής Ισπανίας, ο Carl Schmitt ορίζει τον άλλο ως τον «natural enemy, the povidential enemy», ως τον εχθρό/πολέμιο του εθνικού είναι, του «National Being»10.
Για να μετουσιώσει σε πράξη την συνέπεια της απόλυτης, υπαρξιακής διαχωριστικής γραμμής η κοινότητα του λαού (die Volksgemeinschaft) ενσωματώνεται, απορροφάται ( wird aufgenommen) από το κράτος, το οποίο μέσα από αυτή τη διαδικασία ολοκληρώνεται πολιτικά ως απόλυτο, ολοκληρωτικό κράτος (der totale Staat), το οποίο για να πραγματώσει το πολιτικό οδηγείται στον ολοκληρωτικό πόλεμο (der totale Krieg)11. Η ειρήνη δεν είναι τίποτα άλλο παρά η προετοιμασία της συνέπειας του ούτως νοηματοδοτούμενου πολιτικού, δηλαδή η προετοιμασία του πολέμου. Το μεσοδιάστημα μεταξύ ειρήνης και πολέμου είναι ουσιαστικά πόλεμος χωρίς στρατιωτικές συγκρούσεις. Inter pacem et bellum nihil est medium12. Η πραγματική (ιστορική) αναφορά-εμπειρία για τον Carl Schmitt είναι η συνθήκη των Βερσαλλιών (1918), η οποία εκτός από προδοτική πράξη (Dolchstosslegende), ερμηνεύεται ως απλή ανακωχή που δεν σταμάτησε τον πόλεμο αλλά προς στιγμή τις στρατιωτικές εχθροπραξίες. Γι αυτό αυτή η συνθήκη καθιστά νόμιμη και πολιτικά και ηθικά ορθή πράξη την επανέναρξη της στρατιωτικής σύγκρουσης από τη Γερμανία, η οποία όλη την περίοδο (1918-1939) υπομένει τον πόλεμο, με άλλα μέσα, των νικητών του πρώτου μέρους της πολεμικής σύγκρουσης (Η θυματοποίηση είναι πάντοτε ουσιαστικό στοιχείο του εθνικισμού, ενδεικτικό παράδειγμα η σκηνοθεσία της γερμανικής επίθεσης εναντίον της Πολωνίας ).
Η αντίδραση απέναντι στη διαδικασία εκδημοκρατισμού αποβάλλει τον χειραφετητικό χαρακτήρα της έννοιας του (κυρίαρχου) λαού, αφού δεν αποδέχεται (καθοριστικό στοιχείο του λαϊκισμού) την υπόσταση των αυτόνομων, ελεύθερων και αυτοπροσδιοριζόμενων υποκειμένων που τον συγκροτούν και μεταλλάσσει την έννοια της κοινωνίας/λαού στο απρόσωπο (αποϋποκειμενικοποιημένο) σύνολο της -μυστικιστικής- κοινότητας του λαού (Volksgemeinschaft). Υπ’ αυτούς τους όρους η αρμοδιότητα του κυρίαρχου μεταφέρεται στον προστάτη, εκφραστή, οδηγητή, αφηγητή της υπερκοινωνικής και υπεριστορικής κοινότητας πεπρωμένου. Αυτός μετουσιώνει τη θέλησή του, που εκφράζει το πεπρωμένο του λαού στο απόλυτο κράτος, το οποίο ως ο Λεβιάθαν της Protection and Obedience προστατεύει την ίδια την υπόσταση της κοινότητας του λαού και γι αυτό απαιτεί απόλυτη υποταγή. Protego ergo obligo ως το cogito ergo sum του κράτους13.
Η κυριαρχία επί του λαού υποκαθιστά την λαϊκή κυριαρχία και ταυτίζει την έννοια του πολιτικού με το αντίθετό της. Η διαχωριστική γραμμή, ως υπαρξιακή διαφοροποίηση και θεμελίωση της εχθρότητας και της υπεροχής, αποτελεί το καθοριστικό περιεχόμενο του λόγου του αφηγητή/οδηγού και απολυτοποιεί την εθνική ταυτότητα ως φυσική διαφορά.
Αυτή η ακραία εκδοχή του εθνικισμού μέσω της απώθησης της πολιτικής έννοιας του έθνους, της αποδέσμευσής της από τα χειραφετητικά περιεχόμενα των επαναστάσεων του 18ου και του 19ου αιώνα (1848) και της αντιδραστικής μετάλλαξής της στην πολιτισμική έννοια του έθνους αποτελεί και την βασιλική οδό της ανάδειξης του ρατσισμού ως του ερμηνευτικού θεμελίου της εθνικής ταυτότητας. Ο άλλος ως το απολύτως αντίθετο του εαυτού, δεν μπορεί να είναι πλέον ένας απλά πολιτικά άλλος (φορέας άλλης ιθαγένειας). Ο άλλος, ως –πάντα- πολέμιος, δεν αποκλείεται απλώς μέσω του πρακτικά αναγκαίου ορίου/συνόρου της επικράτειας.
Η απόλυτη, υπαρξιακή (existentiell seinsgemässe) ερμηνεία της διαχωριστικής γραμμής ως φυσικής ειδοποιού διαφοράς αναζητεί εξωιστορικές, εξωκοινωνικές θεμελιώσεις. Η ευγονική έχει ήδη εμφανισθεί ως η υποτιθέμενη επιστημονική θεμελίωση της διαφοράς. Η διαφορά, για να είναι απόλυτη δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης πράξης. Για να είναι απόλυτη πρέπει να είναι a priori δεδομένη. Πρέπει να είναι εγγεγραμμένη στη φυσική ουσία (Wesen) των ανθρώπων ως φυσική, βιολογική ποιοτική ιεραρχία. Η έννοια της βιολογικής/φυλετικής διαφοράς μεταβάλλεται έτσι στο θεμελιωτικό ιδεολόγημα της ποιοτικής ιεράρχησης της αξίας της ανθρώπινης ζωής.
Η διαφορά αλλά και η ταυτότητα πρέπει να θεμελιωθούν σε μια υποτιθέμενη φυσική αξιακή κλίμακα. Η αδελφότητα (το έθνος) των ελευθέρων και ίσων, αποδεσμευόμενη από τα αξιακά της περιεχόμενα, αναζητεί το κοινό σημείο (την αδελφότητα) στον ανορθολογισμό της κοινότητας του αίματος. Ο ανορθολογισμός του κοινού αίματος είναι αυτός ο οποίος συγκροτεί την (εθνική/φυλετική) κοινότητα ως φυσικά διακριτή κατηγορία. Η ομοιογένεια προϋποθέτει και παράγει την αλλογένεια. Ο εθνικισμός ταυτίζεται με τον ρατσισμό. Ο άλλος είναι φυλετικά άλλος, είναι άλλου αίματος, εχθρικού, πολέμιου και πάντοτε απειλητικού. Η ίδια η έννοια του πολιτισμού μεταβάλλεται σε φυσικό στοιχείο του αίματος μεταφερόμενη κληρονομικά από γενιά σε γενιά. Από την φυσική πολιτισμική υπεροχή του αριστοκρατικού αίματος στον Gaubineau μέχρι την φυσική πολιτισμική υπεροχή της άριας φυλής, που ταυτίζεται με τον γερμανικό λαό, στον Houston Stewart Chamberlain, το αίμα θεμελιώνει την υπαρξιακή και πολιτισμική διαφορά. Το αίμα, ως φορέας του πολιτισμού, είναι φορέας της βιολογικής ποιοτικής ιεραρχίας, της βιολογικής φυσικής ιεραρχίας της αξίας και απαξίωσης του ανθρώπου. Ο άλλος, ως πολέμιος, ως αλλογενής είναι η συνεχής απειλή του κοινοτικά και φυλετικά οριζόμενου εαυτού. Ο άλλος, ο φυλετικά κατώτερος άλλος, απειλεί την φυλετική καθαρότητα. Απειλεί την καθαρότητα του αίματος η οποία εξασφαλίζει την φυλετική ταυτότητα της κοινότητας. Με αυτόν τον τρόπο η καθαρότητα του αίματος αναδεικνύεται σε υπέρτατη προστατευόμενη αξία. Μια απλή σταγόνα αίματος (one drop blood-principle) μπορεί να νοθεύσει, να καταστρέψει την καθαρότητα, την ποιότητα της υπέρτατης αξίας.
Το σύνορο, η διαχωριστική γραμμή δεν αποτελεί πλέον εξωτερικό φραγμό απέναντι στον άλλο. Εσωτερικεύεται. Η διαχωριστική γραμμή διαχέεται στην κοινότητα για να διασφαλίσει την ομοιογένειά της. Ο εχθρός-πολέμιος δεν είναι μόνο απέναντι είναι και εντός. Η προστασία της καθαρότητας του αίματος απαιτεί την εσωτερίκευση των διαχωριστικών ορίων, απαιτεί την κάθαρση του σώματος του έθνους, της Volksgemeinschaft, από το ξένο σώμα, από το αλλογενές αίμα, που απειλεί την ομοιογένειά της κοινότητας. Το άλλο αίμα πρέπει να εξοστρακισθεί, πρέπει να εξοντωθεί. Οι φορείς του άλλου αίματος, οι φυλετικά άλλοι (όπου οι εβραίοι είναι ο απόλυτος φυλετικός εχθρός) δεν θεωρούνται άνθρωποι, αλλά κτήνη με ανθρώπινη όψη (mit menschlischem Antlitz). Η ζωή τους δεν έχει αξία (unwertes Leben). Η ύπαρξη τους είναι η συνεχής απειλή της καθαρότητας του αίματος και του πολιτισμού που αυτό φέρει ως συστατική, φυσική του ουσία.
Από την υποτιθέμενη φυλετική και ως εκ τούτου πολιτισμική ανωτερότητα των αποικιοκρατών απέναντι στους πληθυσμούς των αποικιών (η εφεύρεση του «αγρίου»)14 και την ψευδοεπιστημονική της τεκμηρίωση από την «θεωρία περί των φυλών» (Rassentheorie) και τα σχετικά όργανα μέτρησης της «αντικειμενικής» κατωτερότητας (όπως π.χ. το «κεφαλόμετρο» του Pierre Marie Dumontier του 1842), μέχρι τις γενοκτονικές εθνοκαθάρσεις (όπως ενδεικτικά των Αρμενίων από τους Νεότουρκους), την Segregation των Πολιτειών του Νότου των ΗΠΑ, τους φυλετικούς νόμους της Νυρεμβέργης του 1935, το Ολοκαύτωμα, και το Apartheid της Νότιας Αφρικής, η παράνοια της φυλετικής ποιοτικής ιεραρχίας και καθαρότητας είναι το θεμέλιο της απόλυτης άρνησης της αξίας του ανθρώπου, της απόλυτης άρνησης της νεωτερικότητας, της απόλυτης άρνησης του πολιτικού, όπου ασφαλώς το Ολοκαύτωμα διεκδικεί την μοναδικότητα της βιομηχανοποιημένης μαζικής γενοκτονίας.
Η εμπειρία των καταστροφικών και τραγικών συνεπειών αυτής της παρανοϊκής, αλλά και συνεπούς στον ανορθολογισμό μετάλλαξης του επικρατειακού ορίου σε υπερκοινωνική, υπεριστορική ταυτότητα και στη συνέχεια η μετάλλαξη της εθνικής ταυτότητας σε φυλετική καθαρότητα αποτέλεσε την καθοριστική εμπειρία που οδήγησε στην ιδέα της υπέρβασης των συνόρων και της εθνοκεντρικής ιδεολογίας μέσω της ιδέας της συγκρότησης της Ενωμένης Ευρώπης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
|