Ο ελλειμματικός χαρακτήρας των συνθηκών Maastricht, Amsterdam και Λισσαβόνας.
Η Δυτική Γερμανία ήταν ήδη η ισχυρότερη οικονομική δύναμη στην Ευρώπη και ως εκ τούτου το μάρκο το πιο ισχυρό και σταθερό νόμισμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Συγχρόνως η οικονομική και Νομισματική σταθερότητα καθιστούσε το μοντέλο της πολιτικά ανεξάρτητης γερμανικής κεντρικής τράπεζας (Bundesbank) το πιο επιτυχημένο μοντέλο λειτουργίας εθνικής κεντρικής τράπεζας στην Ευρώπη. Κάτω από αυτό το πρίσμα το αντάλλαγμα της αποδοχής της εγκατάλειψης του μάρκου από τη Γερμανία και της αποδοχής του ευρώ ως του κοινού νομίσματος ήταν η επιβολή του γερμανικού μοντέλου Νομισματικής πολιτικής ως μοντέλου λειτουργίας της Νομισματικής Ένωσης. Δεν επρόκειτο απλώς και μόνο για όρο που τέθηκε από την Γερμανία, αλλά έβρισκε και τους υπόλοιπους συμβαλλόμενους στην Ευρωζώνη σύμφωνους, αφού: α) prima facie δέσμευε την Γερμανία στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, β) δημιουργούσε την εντύπωση ότι η σχετικοποίηση της εθνικής κυριαρχίας θα παρέμενε σε αποδεκτά πλαίσια και γ) επρόκειτο για μία ιδιαίτερα επιτυχημένη εμπειρία.
Όμως η μετάσταση του μοντέλου ήταν εξαρχής προβληματική και ελλειμματική.
Η Bundesbank είχε λειτουργήσει θετικά και αποτελεσματικά στο πλαίσιο μιας κρατικής οργάνωσης που διέθετε τα απαραίτητα θεσμικά κατοχυρωμένα οργανωτικά εργαλεία οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής και μάλιστα σε μια οικονομία της οποίας η βιομηχανική παραγωγή ήταν ο κομβικός πυλώνας της οικονομίας με τον οποίο ήταν, μέχρι τότε τουλάχιστον, σχεδόν απόλυτα συνδεδεμένη η λειτουργία των ιδιωτικών τραπεζών.
Αυτά τα εργαλεία, ως ρυθμιστικά εργαλεία της οικονομίας, δεν εντάχθησαν στην κατασκευή της Νομισματικής Ένωσης, που εξαρχής διέπετο από το παράδειγμα της αυτορρύθμισης της αγοράς, το οποίο είχε ήδη υποσκελίσει το παράδειγμα της κεϋνσιανής συναίνεσης.
Αντίθετα η οργανωτική δομή και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αναπαρήγαγε μόνο την πολιτική ανεξαρτησία της Bundesbank. Αναπαρήγαγε τη μονόπλευρη στόχευσή της στην καταπολέμηση του πληθωρισμού, στην με κάθε τρόπο διασφάλιση της αξίας του χρήματος, ήτοι στην σταθερότητα των τιμών και στη διασφάλιση των συμφερόντων του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Η τυπικά γερμανική προσήλωση σ’ αυτόν τον στόχο προέρχεται κυρίως από την ιστορική εμπειρία της απαξίωσης του νομίσματος. Ο πληθωρισμός αποτελεί θεμελιώδες ιστορικό τραύμα της γερμανικής κοινωνίας από την εποχή του μεσοπολέμου (1920-1923,1930-1932) και θεωρείται καθοριστικός λόγος της κατάρρευσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Η κάτω από αυτό το πρίσμα οργανωμένη ΕΚΤ αποποιήθηκε καταστατικά κάθε προοπτική λειτουργίας της, ακόμα και σε περιόδους κρίσης, ως μηχανισμού καταπολέμησης της ύφεσης, π.χ. μέσω της δυνατότητας άμεσου δανεισμού των κρατών της Ευρωζώνης, ή έκδοσης ευρωπαϊκών ομολόγων με αναπτυξιακή στόχευση κλπ. Αγορές κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ στη δευτερογενή αγορά, δηλαδή πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης (quantitative easing), άρχισαν δειλά να υλοποιούνται μόνο μετά την ουσιαστική κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας και την απειλή κατάρρευσης του υπόλοιπου Ευρωπαϊκού Νότου, και πάντοτε υπό τη συνεχή αντίθεση της Bundesbank. Η γερμανική κεντρική τράπεζα θεωρεί αυτή τη λειτουργία εξωκαταστατική πολιτική νόθευση της καθαρότητας και ανεξαρτησίας της λειτουργίας της ΕΚΤ και μετάλλαξης της Ένωσης σε μεταβιβαστική Ένωση (Transfer Union), δηλαδή στην συνομοσπονδιοποίηση της Ένωσης19. Είναι προφανές ότι η επιμονή στην απόρριψη της «μεταβιβαστικής ένωσης», ως καταστροφικής προοπτικής για τη Νομισματική Ένωση, δεν δηλώνει μόνο την συνεπή υπεράσπιση των συνθηκών και τον φόβο πληθωριστικών επιπτώσεων και μεταφοράς της δημοσιονομικής κρίσης στον πυρήνα της ευρωζώνης, αλλά εκφράζει κυρίως την άρνηση απέναντι στην προοπτική μετάλλαξης της ταυτότητας της Ένωσης και περαιτέρω σχετικοποίησης της εθνικής κυριαρχίας. Πράγμα που σαφώς προκύπτει και από τη διατύπωση της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης (προσφυγή Gauweiler) μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λισσαβόνας από τη γερμανική κυβέρνηση (απόφαση της 30/6/2009).
Αυτό που μπορεί οριακά να κάνει η ΕΚΤ είναι, ως ύστατος δανειστής, να δανείζει με χαμηλό επιτόκιο τις ιδιωτικές τράπεζες20, οι οποίες –αν το κρίνουν σκόπιμο, δηλαδή αρκούντως κερδοφόρο- μπορούν με πολύ υψηλότερο επιτόκιο, να δανείζουν τα κράτη (αγορά κρατικών ομολόγων) ως αποκλειστικοί δανειστές. Αυτή η διαδικασία όμως δεν αναιρεί την αναπαραγωγή και εμβάθυνση της δημοσιονομικής κρίσης (αύξηση των τόκων, και ως εκ τούτου του ελλείμματος και του χρέους), την εξάρτηση των κρατών-μελών της Νομισματικής Ένωσης από τις ιδιωτικές τράπεζες και την συνεχή αύξηση της δύναμης των οίκων αξιολόγησης, αφού αυτοί είναι οι αξιολογητές της εμπιστοσύνης που μπορεί να έχουν οι ιδιώτες επενδυτές (δανειστές) στη φερεγγυότητα των κρατών της Ευρωζώνης. Αυτή η θεσμικά κατοχυρωμένη, μέσω των ευρωπαϊκών συνθηκών, εξάρτηση των κρατών-μελών της Νομισματικής Ένωσης από τις ιδιωτικές τράπεζες συμπληρώθηκε με το άρθρο 125 της Συνθήκης της Λισσαβόνας που απαγόρευσε απολύτως τη δυνατότητα ενός κράτους-μέλους της Νομισματικής Ένωσης να προστρέξει προς βοήθεια ενός άλλου κράτους-μέλους της Ένωσης που απειλείται από χρεοκοπία (ρήτρα-no bail out ).
Υποτίθεται ότι αυτό το τεράστιο οργανωτικό κενό των Συνθηκών, που εμπεριέχει τον κίνδυνο της θνησιγενούς κατασκευής, δεν επρόκειτο να έχει επιπτώσεις, λόγω της αποδοχής από τα κράτη της ΟΝΕ του λεγόμενου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Αυτό, ως κριτήριο ένταξης, υποχρεώνει τα κράτη μέλη της ΟΝΕ να υλοποιούν τον «χρυσό κανόνα» του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, όπως αυτός προβλεπόταν από τη συνθήκη του Maastricht (60% του ΑΕΠ το ανώτατο όριο του δημοσίου χρέους, 3% του ΑΕΠ το ανώτατο όριο του δημοσίου ελλείμματος, το οποίο ήδη έχει υποβαθμιστεί σε 0,5% του ΑΕΠ για να πειθαρχηθούν οι οικονομίες που βρίσκονται σε κρίση και πρέπει να πάρουν μέτρα για να πετύχουν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό).
Σχεδόν εξαρχής έγινε εμφανές ότι αυτά τα -αυθαίρετα- όρια του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού ήταν εξωπραγματικά, αφού δεν τα τήρησε ούτε η Γερμανία, λόγω του κόστους της ενοποίησης, ούτε η Γαλλία, ενώ θεμελίωναν καθοριστικά την θεσμική κατοχύρωση της πολιτικής της ανισότητας, γιατί καθιστούσαν απαγορευτική κάθε διορθωτική των επιπτώσεων της αγοράς παρέμβαση του κράτους. Ήταν δηλαδή απαγορευτικά για κάθε επεκτατική δημοσιονομική πολιτική.
Υπ’ αυτούς τους όρους η συνθήκη του Maastricht και η συμπλήρωση της από τις συνθήκες του Amsterdam και της Λισσαβόνας διαμορφώνουν μια Νομισματική Ένωση, η οποία καταστατικά αρνείται κάθε μορφή ουσιαστικής ρυθμιστικής παρέμβασης και στο επίπεδο της Ένωσης και στο επίπεδο των κρατών-μελών, που αποποιήθηκαν την μέχρι τότε παρεμβατική δυνατότητα τους, για να γίνουν μέλη της Ένωσης. Ειδικότερα βέβαια αποποιήθηκαν αυτόματα των δυνατοτήτων που παρέχει σε ένα κράτος η ύπαρξη εθνικού νομίσματος χωρίς τη δυνατότητα αντικατάστασης αυτής της έλλειψης από ρυθμιστικούς μηχανισμούς στο πλαίσιο της Νομισματικής Ένωσης. Με αυτό τον τρόπο τα κράτη-μέλη της ΟΝΕ μετατρέπονται σε έρμαιο των ιδιωτικών αγορών και των συμφερόντων του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Κατάσταση την οποία επιδεινώνει η γαλλογερμανική, ουσιαστικά η γερμανική, αναποτελεσματική προσπάθεια διαχείρισης της μετά το 2010 δημοσιονομικής κρίσης.
Στο πλαίσιο αυτών των συνθηκών και της οικονομικής πορείας της Ευρώπης μόνο η Γερμανία, η Ολλανδία, η Φινλανδία, το Λουξεμβούργο και δευτερευόντως η Αυστρία διατηρούν την οικονομική τους δυναμική και ανταγωνιστικότητα. Η Γερμανία, η οποία λόγω της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανικής της παραγωγής, που διασφαλίστηκε μέσω της εισοδηματικής αναδιανομής την οποία επέβαλε η Agenda 2010 της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης Schröder, παρήγαγε και σε ευρωπαϊκό και σε παγκόσμιο επίπεδο, τα πλεονάσματα εκείνα (σύμφωνα με τον Hans Werner-Sinn 1600 δις ευρώ την τελευταία δεκαετία), που την κατέστησαν ηγεμονική οικονομική δύναμη στην Ευρώπη και βεβαίως στο χώρο της Νομισματικής Ένωσης και την κατέστησαν μαζί με την Κίνα, την πιο ανταγωνιστική εξαγωγική βιομηχανική οικονομία στον κόσμο. Το αποτέλεσμα είναι, ότι το πλεόνασμα της γερμανικής οικονομίας αποτέλεσε και αποτελεί το έλλειμμα των άλλων χωρών (κυρίως των νοτίων) της Ένωσης, λόγω του χάσματος της παραγωγικότητας που καθόρισε την εσωτερική οικονομική ασυμμετρία στο πλαίσιο της ΟΝΕ.
Η αύξηση της γερμανικής παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, και η ραγδαία ανάλογη υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας κυρίως του ευρωπαϊκού Νότου επιτείνουν συνεχώς αυτή την ασυμμετρία. Οι πραγματικές επιπτώσεις αυτής της άνισα κατανεμημένης ανταγωνιστικότητας των οικονομιών καλύπτονταν, μέχρι την έξαρση της δημοσιονομικής κρίσης, από την εικονική/πλασματική ευημερία που εξασφάλιζε το φθηνό χρήμα, αφού τα επιτόκια δανεισμού λόγω της γενικότερης θετικής εικόνας της ΟΝΕ, ήταν περίπου ίδια με τα επιτόκια δανεισμού της Γερμανίας για όλες τις χώρες της Νομισματικής Ένωσης. Άλλωστε η καταστατική υποχρέωση του κατά Maastricht «χρυσού κανόνα» του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού θεωρείτο ικανή εγγύηση φερεγγυότητας, ενώ κανένας δεν πίστευε ότι η non bail out ρήτρα θα τηρείτο. Αυτό άλλαξε με την εκτίναξη της διαφοράς των επιτοκίων δανεισμού (spreads) τη στιγμή της βίαιης εμφάνισης του προβλήματος με την de facto χρεοκοπία της Ελλάδας, την απειλή χρεοκοπίας του Ευρωπαϊκού Νότου και την ανάδειξη των αδιεξόδων της οργανωτικής διάρθρωσης της Ευρωζώνης.
Σήμερα, μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2007/2008 και την μετάλλαξή της σε δημοσιονομική κρίση, ως συνέπεια της ιδιωτικοποίησης του κέρδους και της κοινωνικοποίησης του γιγάντιου κόστους της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας, όπως και της μέσω δανεισμού δημιουργίας πλασματικής ευημερίας ως συγκάλυψης της συνεχούς διεύρυνσης της ανισότητας, έρχονται πλέον στο προσκήνιο οι λόγοι που οδήγησαν στη μεγαλύτερη οικονομική κρίση της οικονομίας της αγοράς μετά το 1929. Κρίση, η οποία είναι ασφαλώς και η μεγαλύτερη πολιτική και κοινωνική κρίση των δυτικών κοινωνιών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ασυμμετρία, που χαρακτηρίζει την παγκόσμια οικονομία και την οικονομία στο πλαίσιο της Ε.Ε. και η δραματική διεύρυνση της ανισότητας που προοδευτικά χαρακτηρίζει την τελευταία τριακονταετία, θέτει και πάλι σε δοκιμασία το εγχείρημα της νεωτερικότητας και στο πλαίσιο αυτής της διάβρωσης του πολιτικού και το μεταπολεμικό εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
|