Οι τάσεις καταστροφικής δυναμικής




Download 0,9 Mb.
bet207/221
Sana26.06.2021
Hajmi0,9 Mb.
#15184
1   ...   203   204   205   206   207   208   209   210   ...   221
Οι τάσεις καταστροφικής δυναμικής
Η επιβολή του παραδείγματος της ακραίας εκδοχής της αγοράς οδηγεί σε δύο συγκεκριμένες μορφές καταστροφικής δυναμικής. Στις ΗΠΑ, παίρνει τη μορφή της υπερσυγκέντρωσης του πλούτου, της συρρίκνωσης της μεσαίας τάξης, της πρωτοφανούς έντασης του κοινωνικού αποκλεισμού και της υποχώρησης της κοινωνικής κινητικότητας, της αποβιομηχάνισης και της παράλυσης του πολιτικού συστήματος, λόγω της λυσσαλέας ενορχηστρωμένης αντίδρασης της Δεξιάς, συμπεριλαμβανομένου και του από αυτήν ελεγχόμενου Ομοσπονδιακού Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, και των υπερσυγκεντρωμένων οικονομικών συμφερόντων απέναντι σε κάθε προσπάθεια επανασύστασης του κεϋνσιανού παραδείγματος. Εν ονόματι της ανεξέλεγκτης κερδοσκοπικής κερδοφορίας επιταχύνεται με αυτό τον τρόπο η υποχώρηση της θέσης της Αμερικής στον κόσμο, ενώ συγχρόνως εισέρχεται ένας ιδιότυπος υστερικός ανορθολογισμός στη δημόσια χρήση του λόγου21.

Στην Ευρώπη, παράλληλα, η καταστροφική δυναμική της ακραίας εκδοχής της αγοράς απειλεί να παρασύρει το μεταπολεμικό εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αυτή τη φορά η κρίση του πολιτικού δεν εστιάζεται στον κρατικό ολοκληρωτισμό. Εστιάζεται στην πολιτική της ανισότητας μέσω και της θεσμικής κατοχύρωσης του παραδείγματος της αυτορρυθμιζόμενης και αυτοποιούμενης αγοράς. Αυτή η και θεσμικά επιβαλλόμενη ανισότητα καταγράφεται ως όρος και απαίτηση των ευρωπαϊκών συνθηκών από το Maastricht και μετά, λόγω της καταστατικής απόρριψης της διασφάλισης των όρων αναπαραγωγής της κοινωνίας μέσω επεκτατικών δημοσιονομικών πολιτικών. Η άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής θεωρείται αντιπαραγωγική και ανορθολογική πολιτική προσπάθεια νόθευσης της καθαρότητας της αυτορρυθμιστικής λειτουργίας του υποτιθέμενου ορθού λόγου της αγοράς. Η μόνη προσαρμογή των συνθηκών που γίνεται αποδεκτή από την συντηρητική γερμανική κυβέρνηση υπό τον όρο «Ένωση Δημοσιονομικής Σταθερότητας», είναι η (υφεσιογόνος) ένταση της λιτότητας, της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της ανισότητας ως υποτιθέμενης μήτρας της προσέλκυσης κεφαλαίων, της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας και της αντιμετώπισης της διόγκωσης του δημοσίου χρέους.

Η επανεμφάνιση των διαχωριστικών γραμμών απειλεί να ορίσει και πάλι το πολιτικό πεδίο θέτοντας σε κίνδυνο την υπέρβαση των περιχαρακώσεων, την υπέρβαση των συνοριακών γραμμών. Αυτή τη φορά με την ελάχιστα συγκεκαλυμμένη μορφή και πολιτική εργαλειοποίηση του οικονομικού εθνικισμού. Άλλωστε η Λίγκα του Βορρά στην Ιταλία και το οριακά αποτρεπόμενο σχίσμα της εθνικής οντότητας στο Βέλγιο έχουν ήδη φέρει αυτή την οικονομική διαχωριστική γραμμή στο προσκήνιο, και μάλιστα στο επίπεδο του εθνικού κράτους.

Ασφαλώς τα πράγματα δεν χαρακτηρίζονται σήμερα από την αγριότητα του μεσοπολέμου και την κατάληψη της κοινωνίας από τα πολιτικά άκρα. Τα 60 περίπου χρόνια της επιτυχίας του ευρωπαϊκού εγχειρήματος συγκροτούν καθοριστικό εμπόδιο στον ανορθολογισμό. Η διάβρωση όμως του εγχειρήματος αυτού μέσω της προοπτικής της σταδιακής μετάλλαξης της Νομισματικής Ένωσης, βάσει της οποίας το κοινό νόμισμα θα αποτελούσε τον καθοριστικό συνδετικό ιμάντα της Ένωσης και τον μηχανισμό εμβάθυνσης της ενοποίησης, σε εκρηκτικό φυγόκεντρο παράγοντα ανοίγει αρνητικές προοπτικές που δύσκολα μπορεί κανείς σήμερα να προβλέψει.

Το βήμα της Νομισματικής Ένωσης προτάχθηκε στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω και όχι ως «φυσική» ωρίμανση της ενοποιητικής διαδικασίας που λογικά θα προϋπέθετε, ή τουλάχιστον θα καθιέρωνε ταυτοχρόνως την πολιτική και δημοσιονομική ένωση. Η πρόταξη της πολιτικής και δημοσιονομικής ένωσης θα ήταν η «φυσική» διαδικασία, η οποία θα είχε δρομολογήσει την σταδιακή νομιμοποίηση της αλλαγής ταυτότητας της ίδιας της Ένωσης, αλλά και των εθνών-κρατών που την αποτελούν, υπό τη μορφή της θεσμικής αναδιάρθρωσης της οργάνωσης των αρμοδιοτήτων (της κυριαρχίας) σε μεταεθνικό, υπερεθνικό-ενωσιακό επίπεδο. Χωρίς βέβαια να υποτιμηθεί το γεγονός ότι η εθνοκεντρική αντίληψη παραμένει ισχυρή στην Ευρώπη –με κύριο όχημα τον οικονομικό εθνικισμό και την αντίληψη της προτεραιότητας της εθνικής πολιτικής- όπως απέδειξε και η δημοψηφισματική άρνηση της αποδοχής του Ευρωπαϊκού Συντάγματος στη Γαλλία και την Ολλανδία. Θα πρέπει άλλωστε να σημειωθεί ότι η πρόταξη της Νομισματικής Ένωσης μάλλον αποπροσανατόλισε την πολιτική στοχοθεσία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, γιατί η πρόταξη ουσιαστικά ανέτρεψε τη λογική αλληλουχία της ενωσιακής διαδικασίας.

Θέμα προς ανάλυση είναι ασφαλώς το γεγονός, που δεν μπορεί να εξετασθεί εδώ, ότι ο δημόσιος λόγος στην Ευρώπη και οι πολιτικές δυνάμεις στην πλειοψηφία τους δεν έπαυσαν να θεωρούν το εθνικό προνομιακό πεδίο έναντι του ευρωπαϊκού, αναπαράγοντας την υποβάθμιση των ευρωπαϊκών θεσμών έναντι των εθνικών (ενδεικτικότερη ίσως η περίπτωση του Ευρωκοινοβουλίου, αλλά και η επιλογή του van Rοmpuy και της Ashton) και την εντύπωση στην κοινή γνώμη, ότι το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο είναι πάντοτε (τεχνοκρατικά) επικουρικό της εθνικής πολιτικής και συνήθως υπεύθυνο για τις όποιες αποτυχίες της. Άλλωστε η διακυβερνητική προσπάθεια διαχείρισης της κρίσης και ειδικότερα οι γερμανικές πρωτοβουλίες –έστω και με το άλλοθι της γαλλικής συνεργασίας- υποβαθμίζουν το Ευρωκοινοβούλιο και μεταβάλλουν τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς θεσμούς σε εκτελεστικές γραμματείες, των οποίων η ελλιπής δημοκρατική νομιμοποίηση είναι έτσι κι αλλιώς εξαρτημένη και διαμεσολαβημένη από τη θέληση των εθνικών κυβερνήσεων.

Το αποτέλεσμα αυτής της ιδιότυπης και συγκυριακά επιβληθείσας πρόταξης της Νομισματικής Ένωσης αντί της πολιτικής και δημοσιονομικής ενοποίησης εμβάθυνε με συνεχώς επιταχυνόμενο ρυθμό την ήδη (προ-ευρώ) υπάρχουσα οικονομική ασυμμετρία μεταξύ των χωρών που συγκρότησαν την ΟΝΕ καθιστώντας την κρίση μια από τη μορφή της θεσμικής οργάνωσης της Νομισματικής Ένωσης προαναγγελθείσα κατάληξη.

Υπ’ αυτούς τους όρους η ισχυρότερη και γι αυτό ηγεμονική οικονομία της Ένωσης, η Γερμανία, πήρε την πρωτοβουλία της προσπάθειας επίλυσης της κρίσης, έστω και με την για ιστορικούς λόγους και γι αυτό πολιτικά αναγκαία αποδοχή της σύμπραξης της Γαλλίας.

Η διστακτικότητα όμως της γερμανικής συντηρητικής κυβέρνησης, αποτέλεσμα της υποταγής της πολιτικής διαχείρισης στο κυρίαρχο παράδειγμα της ακραίας εκδοχής της αγοράς, με κομβικό σημείο την θεώρηση της πολιτικής της ανισότητας ως του μονόδρομου για την επίτευξη ανταγωνιστικότητας, καθιστά τις προτεινόμενες λύσεις, μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και της επικείμενης μετεξέλιξής του σε Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), αναποτελεσματικές και το μέλλον της Ένωσης άδηλο. Χωρίς βέβαια στην ερμηνεία της στάσης της γερμανικής κυβέρνησης να υποβαθμίζεται το γεγονός της αρνητικής στάσης της πλειοψηφίας των συντηρητικών ψηφοφόρων απέναντι σε μια προοπτική υπέρβασης της εθνοκεντρικής λογικής, αλλά και της αρνητικής στάσης του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας.

Το δίλημμα τίθεται μεταξύ της επιλογής της πορείας προς μια μεταεθνική Ευρωπαϊκή Δημοκρατία, ή της πορείας προς μια ασταθή και συνεχώς υπό διακινδύνευση ευρισκόμενη μεταδημοκρατική Ένωση. Το δεύτερο σηματοδοτεί την κυριαρχία των οικονομικών υπερσυγκεντρωμένων συμφερόντων και την με αυτά συνδεδεμένη λογική της διαχείρισης κορυφής από την εκτελεστική εξουσία των ισχυρότερων κρατών της Ένωσης υπό την κηδεμονία της Γερμανίας.

Το γερμανικό συντηρητικό μοντέλο και μάλιστα με την πιο ήπια μορφή του, την οποία εκφράζει η κυρία Μέρκελ, και όχι ο κυβερνητικός συνασπισμός στο σύνολό του, θεωρεί ότι προϋπόθεση για τη διατήρηση της Ένωσης είναι η λιτότητα, η «προσαρμοσμένη στην αγορά Δημοκρατία», η «marktkonforme Demokratie», όπως η ίδια έχει υποστηρίξει, ώστε σταδιακά να υποχωρήσει η υπερχρέωση, να πέσουν οι τιμές και να καταστούν ελκυστικές για το κεφάλαιο οι παραγωγικές επενδύσεις, λόγω της μείωσης του κόστους και της μέσω αυτής αύξησης της κερδοφορίας. Η αύξηση της κερδοφορίας θα οδηγήσει σε επενδύσεις και μέσω αυτής της επενδυτικής δραστηριότητας, θα αυξηθεί η παραγωγικότητα της οικονομίας της Ευρωζώνης. Πρότυπο είναι και πάλι η διαδικασία που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «διαδικασία παραγωγικής ανισότητας», η οποία κατέστησε την Γερμανία την πιο εξαγωγική ανταγωνιστική οικονομία στον κόσμο μαζί με την Κίνα. Το συντηρητικό αυτό μοντέλο δεν αναφέρεται όμως στο γεγονός, ότι η Γερμανία, ακριβώς λόγω του πλεονασματικού χαρακτήρα της οικονομίας της, μπόρεσε να διατηρήσει μια, εντόνως άνισα κατανεμημένη, δυναμική εσωτερική αγορά.

Ουσιαστικά, βάσει αυτού του σκεπτικού του μονόδρομου της λιτότητας, στο μοντέλο της Bundesbank ως υπόδειγμα για την ΕΚΤ προστίθεται και το μοντέλο της διαστρωμάτωσης της γερμανικής κοινωνίας. Η επιτευχθείσα δια της Agenda 2010 αναδιάρθρωση της γερμανικής κοινωνίας φαίνεται να θεωρείται όχι μόνον υπόδειγμα για τις ευρωπαϊκές εθνικές κοινωνίες, αλλά υπόδειγμα για την διάρθρωση των σχέσεων-ιεραρχήσεων μεταξύ των κρατών της Ένωσης. Ρεαλιστικά εξετάζοντας την σημερινή κατάσταση στην Ευρώπη αυτό σημαίνει ουσιαστικά τρία επίπεδα χωρών στο πλαίσιο της Ένωσης: α) Χώρες με ανταγωνιστική οικονομία με επίκεντρο την Γερμανία, β) χώρες που οριακά μπορούν να ακολουθήσουν την πορεία που χαράσσει η πρωτοκαθεδρία των ανταγωνιστικών χωρών και ίσως έχουν προοπτικές ένταξής τους στο παραγωγικό φάσμα και γ) χώρες οι οποίες, πρωτίστως η Ελλάδα και δευτερευόντως η Πορτογαλία, αλλά ίσως και η Ισπανία, αν θέλουν να παραμείνουν στην Νομισματική Ένωση και τελικά στην Ε.Ε. θα πρέπει, επιβλεπόμενες από την αυστηρή εποπτεία των ανταγωνιστικών χωρών, να επανέλθουν στο επίπεδο δημόσιας και ιδιωτικής χαμηλής κατανάλωσης (εσωτερική υποτίμηση) που θα αντιπροσωπεύει την πραγματική τους παραγωγική επιφάνεια, στο πλαίσιο όμως πάντα της ισχύουσας ασυμμετρίας. Υπ’ αυτούς τους όρους υποτίθεται ότι δρομολογείται η μελλοντική, και κατά πάσα πιθανότητα ανέφικτη, προοπτική της επανάκτησης της (σχετικής) ανταγωνιστικότητάς τους μέσα από την επιβολή της (νεοφιλελεύθερης) εξίσωσης: φτωχό κράτος + φτωχή μεσαία τάξη + φτωχοί εργαζόμενοι (συρρίκνωση άμεσων και έμμεσων μισθών)= μεγαλύτερα κέρδη + χαμηλή φορολόγηση επιχειρήσεων = προσέλκυση επενδυτών = εξαγωγικές επενδύσεις.

Ουσιαστικά πρόκειται, τουλάχιστον ως προς την τρίτη κατηγορία κρατών, για μία ιδιόρρυθμη ερμηνεία του μοντέλου μέσω του οποίου α) ενσωματώθηκε η Ανατολική στη Δυτική Γερμανία, όπου βέβαια η δυναμική της εθνικής αλληλεγγύης, παρ’ όλες τις εντάσεις, άμβλυνε το εισοδηματικό χάσμα και διαμόρφωσε μια άλλη ποιότητα οικονομικής υποστήριξης (1,5 τρις ευρώ έχει κοστίσει μέχρι σήμερα η ενσωμάτωση της Ανατολικής Γερμανίας), και β) πραγματοποιήθηκε κατά την τελευταία δεκαετία (Agenda 2010) η αναδιάρθρωση της γερμανικής κοινωνίας υπό όρους εργαλειοποίηση της κοινωνικής ανισότητας ως ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.

Πολιτική αναδιάρθρωσης και αναδιανομής εισοδημάτων και συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους μέσω της οποίας επετεύχθη η αύξηση της κερδοφορίας των κεφαλαίων με αποτέλεσμα α) την διατήρηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της Γερμανίας ως τόπου εγκατάστασης της βιομηχανικής παραγωγής και β) την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας της μεταποίησης γιατί παρέμειναν ελκυστικές οι επενδύσεις στη βιομηχανία, πράγμα που απέτρεψε τη μεταστροφή των επενδύσεων προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως έχει συμβεί κυρίως στις Η.Π.Α και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Και πάλι βέβαια ο βιομηχανικός και ανταγωνιστικός χαρακτήρας της γερμανικής παραγωγικής βάσης αποτελεί την καθοριστική προϋπόθεση εφαρμογής του μοντέλου, αλλά αγνοείται από αυτό το διαφαινόμενο σκεπτικό εφαρμογής του στις άλλες χώρες της Ένωσης. Αυτό συμβαίνει επειδή προφανώς η μορφή της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής βιομηχανίας, που αποτελεί την πηγή της αναπαραγωγής της ασύμμετρης σχέσης πλεονασμάτων/ελλειμμάτων εντός της Ευρωζώνης, δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από τη γερμανική κυβέρνηση, ενώ η βιομηχανική παραγωγή, ή έχει συρρικνωθεί, ή είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη (Ελλάδα) στον ευρωπαϊκό Νότο. Για να μείνουμε στο πλαίσιο της εικόνας αυτού του υποδείγματος μεταφοράς του μοντέλου εσωτερικής αναδιανομής και διαστρωμάτωσης της γερμανικής κοινωνίας, η Ελλάδα μπορεί να παραμείνει στην Ένωση ως ένα είδος χώρας-Ηartz 4 εφόσον και όσον αποδέχεται και υλοποιεί τους όρους που θέτει η αυστηρή εποπτεία και η επιβολή ραγδαίας εσωτερικής υποτίμησης22.

Διαφορετικά η Ελλάδα, ως ειδική και παραδειγματική περίπτωση (Sonderfall) μη προσαρμόσιμης χώρας, είναι αναγκασμένη να οδηγηθεί στην απόλυτα καταστροφική επιστροφή στη δραχμή και προφανώς και στον εξοστρακισμό της από την Ε.Ε. Τελικά βέβαια στο ότι το δίλημμα τίθεται με αυτό τον τρόπο, εστιάζεται και η τρομακτική ευθύνη της ελληνικής πολιτικής τάξης. Οι ως άνω παρατηρήσεις, σχετικά με την γερμανική ευρωπαϊκή πολιτική και τη γερμανική οικονομία, με κανέναν τρόπο δεν αναιρούν το ανορθολογικό περιεχόμενο των πελατειακών σχέσεων, τη φορολογική ασυλία και την από αυτήν προκύπτουσα φοροδιαφυγή που οδήγησε στην υποκατάσταση της είσπραξης φόρων από τον εξωτερικό δανεισμό, την παθολογία της σχέσης δημοσίου-ιδιωτικού, την κρατικιστική ετερονομία της οικονομίας και την αποσύνδεση μισθών και εισοδημάτων από την παραγωγικότητα που οδήγησαν τη χώρα μας για πολλοστή φορά στη χρεοκοπία και αποτελούν τους καθοριστικούς παράγοντες του γιγαντιαίου ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών και της ελλιπέστατης παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα. Ειδικότερα δεν σχετικοποιούν τις τεράστιες ευθύνες της καταστροφικής κυβερνητικής περιόδου 2004-2009 και την διαπραγματευτική αποχή, ή ανικανότητα, μετά το 2009, που οδήγησε στην σπειροειδή καθοδική γραμμή επιδείνωσης της ύφεσης ήδη για πέμπτη συνεχή χρονιά.

Το ουσιαστικό ευρωπαϊκό πρόβλημα όμως δεν είναι η Ελλάδα, αλλά αν η Ένωση μπορεί να διατηρηθεί υπ’ αυτές τις συνθήκες και αν η Ένωση μπορεί να υπάρξει, στο πλαίσιο του σημερινού ανταγωνιστικού πολυπολικού κόσμου, ως μια υπολογίσιμη οντότητα. Ο επαπειλούμενος από την αποτυχία των πειραμάτων διάσωσης επανακατακερματισμός της Ευρώπης σε έθνη-κράτη και η κατάρρευση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, εφόσον δεν υπάρξει πολιτική αντίδραση στη συντηρητική προβληματική και αναποτελεσματική διαχείριση των επιπτώσεων της δημοσιονομικής κρίσης, θα σήμαινε απλώς την περιθωριοποίηση της Ευρώπης και τελικά την περιθωριοποίηση και της Γερμανίας στο πλαίσιο της νέας παγκόσμιας πολυπολικής πραγματικότητας.



Το καθοριστικό πρόβλημα βρίσκεται στην λανθάνουσα επανεμφάνιση των διαχωριστικών γραμμών. Με τη μορφή του οικονομικού εθνικισμού οι διαχωριστικές γραμμές αναδεικνύονται και πάλι ως προοπτική έκπτωσης του πολιτικού. Το ζητούμενο είναι μια πειστική και αποτελεσματική διαδικασία που θα επαναφέρει τη Δημοκρατία στο προσκήνιο και θα αντιμετωπίσει με επιτυχία τις διάφορες μορφές έκφρασης της ισχύος και αντοχής του παραδείγματος της ακραίας εκδοχής της αγοράς και της αναπαραγόμενης αυτοεξαπάτησης σχετικά με τις δυνατότητες του μεμονωμένου έθνους-κράτους υπό τις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης23.


Download 0,9 Mb.
1   ...   203   204   205   206   207   208   209   210   ...   221




Download 0,9 Mb.

Bosh sahifa
Aloqalar

    Bosh sahifa



Οι τάσεις καταστροφικής δυναμικής

Download 0,9 Mb.