Καθολική ψηφοφορία και θεσμική ασυγχρονία
Ο αγώνας για την επιβολή της καθολικής ψηφοφορίας εισάγει μια δυναμική που απειλεί να μεταβάλλει τη σχέση μεταξύ πολιτικής και οικονομίας του κλασικού φιλελευθερισμού.
Η διεύρυνση των συμμετεχόντων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων φαίνεται να επαληθεύει την ερμηνεία της πολιτικής ως απειλής για το κλασικό φιλελεύθερο παράδειγμα. Η αναπαραγωγή της κεφαλαιοκρατικής σχέσης απαιτεί τη διεύρυνση της προστασίας και προς τον πόλο της εργασίας.
Σε συνδυασμό με τη διεύρυνση του εκλεκτορικού σώματος, που σηματοδοτεί και την πραγματική διάσταση της εθνικής ολοκλήρωσης (Rosanvallon, 1992 και Rorty, 1998) η θεσμική αναδιοργάνωση των όρων αναπαραγωγής της κεφαλαιοκρατικής σχέσης καθίσταται αναγκαία συνθήκη για τη διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος υπό συνθήκες δημοκρατικής διακυβέρνησης. Αυτό στην πράξη σημαίνει αναδιάρθρωση της θεσμικής οργάνωσης στη βάση της αναδιανομής πόρων, ώστε η θεσμική κατοχύρωση της υποχώρησης της ανισότητας, μέσω της τιθάσευσης της από την αγορά αναπαραγόμενης βίας, να επιτρέψει τις διαδικασίες συναίνεσης που προοπτικά θα είναι σε θέση να διασφαλίσουν την αναπαραγωγή της κεφαλαιοκρατικής σχέσης.
Η δυναμική του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου απέτρεψε για ένα διάστημα αυτή την αναγκαία μετάλλαξη του κυρίαρχου φιλελεύθερου παραδείγματος. Η εκμηχάνιση της γεωργίας και η ραγδαία εφαρμογή νέων τεχνολογιών στην αγροτική παραγωγή περιόριζε δραματικά την απασχόληση στον γεωργικό τομέα, ενώ οι κερδοφόρες επενδύσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα απέτρεπαν επενδύσεις στη μεταποίηση, οι οποίες θα μπορούσαν να εντάξουν το πλεονάζον πλέον εργατικό δυναμικό στη βιομηχανική παραγωγή, να διευρύνουν την πραγματική οικονομία και να αναδιαρθρώσουν την κατανομή του εισοδήματος. Το καθοριστικό πλαίσιο αυτής της αυτοκαταστροφικής πορείας του φιλελεύθερου παραδείγματος ήταν η ρυθμιστική αποχή του κράτους που άφηνε ελεύθερο το πεδίο στις αντιπαραγωγικές δυνάμεις της ανισότητας. Η διατήρηση της κατανάλωσης, χωρίς αναδιανομή μέσω δανεισμού και η έξαρση της κερδοσκοπίας στο χρηματιστήριο καθυστέρησε την έκρηξη της αντίφασης μεταξύ της γιγάντιας ανισότητας που παρήγαγε η οικονομία της αγοράς και της ανάγκης παραγωγικής επέκτασης αλλά και διασφάλισης της καπιταλιστικής οικονομίας από κοινωνικές εκρήξεις. Άλλωστε η δεκαετία πριν το 1929 και η δεκαετία πριν το 2007 είναι οι ιστορικές περίοδοι με τον υψηλότερο δείκτη ανισότητας30. Επρόκειτο πλέον για την εσωτερική αντίφαση ενός πολιτικού συστήματος, του οποίου η οργανωτική – θεσμική διάρθρωση ανταποκρινόταν πολύ περισσότερο στην ολιγαρχική δομή της προ της καθολικής ψηφοφορίας περιόδου, παρά στην αναδιαρθρωτική απαίτηση που αναδείκνυε η καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας. H θεσμική οργάνωση του κράτους, παρέμενε ουσιαστικά ενταγμένη στη λογική του πολιτικού αποκλεισμού του κλασικού φιλελευθερισμού, ενώ η διεύρυνση των πολιτικών δικαιωμάτων (καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας) απαιτούσε την – αναγκαία – οργανωτική και θεσμική προσαρμογή του, που θα αποτελούσε και τον όρο sine qua non της βιομηχανικής ανάπτυξης.
|