Το τέλος της μεταπολεμικής κεϋνσιανής συναίνεσης
Η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει ήδη κατά τη δεκαετία του ’70. Το καθοριστικό στοιχείο ήταν η σταδιακή απελευθέρωση των αγορών και η με αυτή συνδεδεμένη διαδικασία παγκοσμιοποίησης. Το ζητούμενο είναι η αποσύνδεση της οικονομίας από το πολιτικό, οργανωτικό και θεσμικό πλαίσιο στο οποίο ήταν ενταγμένη (Χαραλάμπης, 1998 σελ. 191 κ.ε.). Η αποσύνδεσή της από τις δεσμεύσεις του πολιτικού και η επέκταση και διάχυσή της στο πολιτικό κενό του υπερεθνικού χώρου. Αυτή η διεθνοποίηση του κεφαλαίου παρήγαγε μια νέα ασυμμετρία στη σχέση της οικονομίας με το πολιτικό. Το πολιτικό παρέμεινε εντεταγμένο στο εθνικό οργανωτικό θεσμικό πλαίσιο και ως εκ τούτου έγινε αντικείμενο αναπαραγόμενων διαδικασιών αξιακής του έκπτωσης, ενώ το κεφάλαιο, ελεύθερο από εθνικές ρυθμιστικές πολιτικές διαμορφώνει, μετά την κατάρρευση του συστήματος του Βretton Woods, πολιτικά αρρύθμιστες υπερεθνικές αγορές, οι οποίες δεν υπόκεινται πλέον σε όρους κοινωνικής διαπραγμάτευσης.
Η μετάθεση, μετεγκατάσταση της παραγωγής εκτός των κλασικών βιομηχανικών χωρών και η διεθνοποίηση του χρηματοπιστωτικού κερδοσκοπικού κεφαλαίου χαρακτηρίζει αυτή την διαδικασία παγκοσμιοποίησης. Η αποσύνδεση του κερδοσκοπικού κεφαλαίου από τη λεγόμενη πραγματική οικονομία διαμορφώνει τους νέους όρους της πολιτικής και επαναφέρει στο προσκήνιο την πολιτική της ανισότητας, την πολιτική ως άρνηση, ως έκπτωση του πολιτικού.
Οι τρεις κύριοι λόγοι που αποτέλεσαν το εφαλτήριο της υποχώρησης του κεϋνσιανού παραδείγματος είναι συνοπτικά οι εξής:
α) Η γιγάντια υπερεθνική αναδιανομή πλούτου, που υπήρξε το αποτέλεσμα της πρώτης και της δεύτερης πετρελαϊκής κρίσης παρήγαγε έναν πρωτοφανή όγκο κεφαλαίων (πετροδολάρια), ο οποίος κινούμενος εκτός παραγωγικής διαδικασίας αναζήτησε υψηλή κερδοφορία στον χρηματιστηριακή αγορά. Οι διαχειριστές αυτών των κεφαλαίων αποκτούν σύντομα τεράστια επιρροή στην αγορά, λόγω της ουσιαστικά αστείρευτης ρευστότητας των κεφαλαίων που διαχειρίζονται.
β) Το κόστος παραγωγής στις δυτικές βιομηχανικές χώρες αυξάνει συνεχώς, λόγω του κόστους του κοινωνικού κράτους και της διαπραγματευτικής δυνατότητας των συνδικάτων και παρ’ όλο που αυτό συμβαδίζει με την συνεχή αύξηση της καταναλωτικής δύναμης, περιορίζει τις δυνατότητες κερδοφορίας του κεφαλαίου. Αποτέλεσμα είναι, πρώτον η μετεγκατάσταση της παραγωγής σε χώρες όπου το κοινωνικό κράτος είναι άγνωστο και δεύτερον η μετάλλαξη των τραπεζών σε επενδυτικές τράπεζες δραστηριοποιούμενες εκτός παραγωγής στο πεδίο της χρηματιστηριακής αγοράς, όπου η κερδοφορία είναι πολλαπλώς υψηλότερη απ’ ό,τι στην παραγωγή.
Η μετεγκατάσταση της παραγωγής, αλλά και η είσοδος στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας νέων χωρών (η Ιαπωνία αρχικά, οι λεγόμενες τίγρεις της Νοτιοανατολικής Ασίας αργότερα και μέχρι την κρίση του 1997-98, και σήμερα οι χώρες του BRIC και κυρίως η Κίνα) ανατρέπει τις ισορροπίες του κοινωνικού ανταγωνισμού και λειτουργεί αποσταθεροποιητικά για το κοινωνικό κράτος. Παράλληλα η νέα τεχνολογική επανάσταση στο πεδίο της παραγωγής περιορίζει την απασχόληση, αποσταθεροποιεί τις διαπραγματευτικές δυνατότητες των εργαζομένων και σε συνδυασμό με την μετεγκατάσταση οδηγεί στο φαινόμενο της οικονομικής μεγέθυνσης χωρίς απασχόληση (Χαραλάμπης, 1998). Η εξέλιξη αυτή, που σήμερα αρχίζει να πλήττει και τις αναδυόμενες οικονομίες, σε συνδυασμό με τη γήρανση των ευρωπαϊκών κοινωνιών, αυξάνει το κόστος του κοινωνικού κράτους ενώ συγχρόνως περιορίζει τους πόρους του. Άλλωστε η μεγέθυνση χωρίς απασχόληση πλήττει ήδη και τον χρηματοπιστωτικό τομέα, λόγω του συνδυασμού μετεγκατάστασης (κυρίως σε Σιγκαπούρη και Χονγκ Κονγκ) και αυτοματοποίησης των συναλλαγών.
Το κοινωνικό κράτος στοχοποιείται πλέον, ως ο καθοριστικός συντελεστής του περιορισμού της ανταγωνιστικότητας λόγω της διόγκωσης του κόστους παραγωγής, ενώ η λογική της προοδευτικής διαβάθμισης της φορολογικής κλίμακας ανατρέπεται, ώστε να απελευθερωθούν κεφάλαια, αφού το κοινωνικό κράτος περιορίζει την κερδοφορία και γι’ αυτό την επενδυτική δραστηριότητα. Το ότι τα κεφάλαια αυτά επενδύονται στον χρηματοπιστωτικό τομέα είναι απλά λογικό, αφού εκεί επιτυγχάνονται και τα μεγαλύτερα κέρδη, ενώ για το γεγονός ότι δεν επενδύονται στην παραγωγή θεωρείται υπεύθυνο το κοινωνικό κράτος που περιορίζει την κερδοφορία…
Η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους εγκαινιάζεται από τις κυβερνήσεις Thatsher και Reagan με το αίτημα του μικρότερου κράτους, δηλαδή του όσον το δυνατόν μικρότερου και ασθενέστερου κοινωνικού κράτους. Η πολιτική παύει να είναι παράγοντας αποσταθεροποίησης του φιλελεύθερου παραδείγματος. Αντίθετα γίνεται ο ουσιαστικός παράγοντας επανεγκαθίδρυσής του στο κέντρο της οικονομικής και κοινωνικής διεργασίας, και πάλι ως διαδικασίας έκπτωσης του πολιτικού (Krugman, 2003 και Thompson, 2007)31.
Η ένταξη της Κίνας στην παγκόσμια αγορά (1978) λειτουργεί ως περαιτέρω εγγυητής της πολιτικής της ανισότητας, ως περαιτέρω εγγυητής της επαναθεμελίωσης της ανισότητας της κεφαλαιοκρατικής σχέσης. Η ολοκληρωτική εξουσία του κομμουνιστικού κόμματος εξασφαλίζει την πειθάρχηση των εργαζομένων και αναιρεί κάθε διαπραγματευτική δυνατότητα του πόλου της εργασίας, συνεπικουρούμενη από την πίεση του γιγάντιου εφεδρικού εργατικού δυναμικού των πάμπτωχων αγροτικών στρωμάτων και από την, μέσω της ένταξης στην παραγωγική διαδικασία, εμφάνιση της προοπτικής εξόδου από τη φτώχεια, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της Κίνας. Συγχρόνως η εμφάνιση μιας συνεχώς αυξανόμενης μεσαίας τάξης στην Κίνα και στην Ινδία, αλλά και στις άλλες χώρες του BRIC, υποκαθιστά τις απώλειες αγοράς στις οποίες οδηγεί η συρρίκνωση των εισοδημάτων και της μεσαίας τάξης στην Αμερική και στην Ευρώπη. Ακόμα κι αν οι νέες αυτές μεσαίες τάξεις δεν υπερβαίνουν το 20% έως 30% του πληθυσμού των χωρών των αναδυόμενων οικονομιών και η καταναλωτική τους δύναμη είναι ακόμα συγκριτικά υποδεέστερη αυτής των κλασικών βιομηχανικών χωρών, σε απόλυτους αριθμούς ο όγκος τους είναι γιγάντιος και μπορούμε πλέον να αναγνωρίσουμε και μία, παράλληλα προς την παραγωγή, μετατόπιση και της καταναλωτικής δύναμης προς την Ανατολή και ως εκ τούτου και της κερδοφορίας των επενδύσεων στην παραγωγή. Άλλωστε η μετατόπιση της βιομηχανικής παραγωγής από τη Δύση προς την Ανατολή σταδιακά αναιρεί ή θα αναιρέσει, σύμφωνα με τους κανόνες της οικονομικής της τεχνολογίας (Βερναρδάκης, 2006), την τεχνολογική υπεροχή της Δύσης, ως τελικά λογική συνέπεια της υπεροχής του φιλελεύθερου παραδείγματος. Οι αγορές επενδυτικών αγαθών και οι επενδύσεις των αναδυόμενων οικονομιών και κυρίως της Κίνας όχι μόνο πλέον στη μεταποίηση και τις υποδομές, αλλά και σε τομείς παραγωγής και υπηρεσιών υψηλής τεχνολογίας διεθνώς και κυρίως στην Ευρώπη, η οποία λόγω της κρίσης στην ευρωζώνη αναζητεί κεφάλαια, επιταχύνει αυτή τη διαδικασία.
γ) Ο όγκος της κυκλοφορίας των κεφαλαίων, η αναδιάρθρωση του διεθνούς εμπορίου και του καταμερισμού της εργασίας, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και συγκεκριμένα το γιγάντιο κόστος του πολέμου του Βιετνάμ και το ελλειμματικό ισοζύγιο πληρωμών των ΗΠΑ ανάγκασαν την κυβέρνηση Νixon να αποδεσμεύσει το δολάριο από τον κανόνα χρυσού και τις ισοτιμίες των νομισμάτων από το δολάριο, πράγμα που σήμανε και το πανηγυρικό τέλος της συμφωνίας του Bretton Woods. Η κατάργηση του συστήματος των σταθερών ισοτιμιών άνοιξε τις πύλες της οικονομίας στην παγκόσμια κερδοσκοπία και σήμανε το τέλος της διεθνούς οικονομικής μεταπολεμικής σταθερότητας και ως εκ τούτου και το τέλος των όρων σταθερότητας που είχαν επιτρέψει την ανάδειξη του κοινωνικού κράτους. Ενώ η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του ψυχρού πολέμου ολοκλήρωσε τον παγκόσμιο χαρακτήρα της οικονομίας της αγοράς.
Ίσως το πιο καθοριστικό σημείο της στροφής στην παγκόσμια οικονομία να είναι η κατάργηση του νόμου Glass – Steagall του 1933 το 1999 από την κυβέρνηση Clinton. H κατάργηση δηλαδή του διαχωρισμού των απλών τραπεζών (που δέχονται αποταμιεύσεις και δανείζουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά) από τις επενδυτικές τράπεζες (κερδοσκοπικές επενδύσεις στα χρηματιστήρια, αγοραπωλησίες «καινοτόμων» χρηματοπιστωτικών προϊόντων, επενδύσεις υψηλού ρίσκου στην αγορά παραγώγων, επισφαλών δανείων κ.λπ.).
Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει το κερδοσκοπικό πανηγύρι που οδηγεί την παγκόσμια οικονομία (κυρίως βέβαια τη δυτική και πρωτίστως την αμερικανική) στην χρηματοπιστωτική κρίση του 2007/2008 και στη συνέχεια στη δημοσιονομική κρίση του 2009/2010, η οποία και συνεχίζεται, χωρίς το πανηγύρι να έχει τελειώσει.
|