Ιστορική πραγματικότητα και απαίτηση ισχύος των δικαιωμάτων
Όλοι οι άνθρωποι είναι φορείς αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων διακηρύσσει ο Jefferson και οι συγγραφείς των Federalist Papers (Hamilton, Madison, Jay), ορίζοντας με αυτήν τη διατύπωση την πεμπτουσία της επαναστατικής πράξης. Όμως ουσιαστικά ως άνθρωποι νοούνται οι ελεύθεροι, λευκοί, ενήλικοι άνδρες – ιδιοκτήτες, έστω και αν η γαλλική διακήρυξη έδωσε προς στιγμήν την εντύπωση ότι τα όρια της πλήρους ανθρώπινης ιδιότητας δεν είναι προκαθορισμένα από την ατομική ιδιοκτησία.
Ο homo oeconomicus του φιλελεύθερου παραδείγματος της αγοράς (Τσουκαλάς, 1991) είναι ο αποδέκτης των διακηρύξεων. Όμως η απαίτηση των διακηρύξεων ξεπερνά τα όριά του. Με τη βιομηχανική επανάσταση και την υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο απελευθερώνεται μια δυναμική, η οποία, με τη μορφή του αγώνα για την καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας σχετικοποιεί και τελικά ανατρέπει το κριτήριο της ιδιοκτησίας ως το καθοριστικό κριτήριο της ανθρώπινης ιδιότητας. Αυτή η δυναμική δεν σταματά όμως εκεί. Μέσα από το κίνημα της πολιτικής χειραφέτησης των γυναικών και μέσα από την κατάρρευση της αποικιοκρατίας αποδεσμεύει την ιδιότητα του ανθρώπου από όλους τους προκαθορισμούς που αναφέρονται στην καταγωγή, στο φύλο, στη φυλή ή στην εθνική ή θρησκευτική ταυτότητα. Die Gattung findet sich selbst (Marx), το είδος ανακαλύπτει τον εαυτό του, για να οδηγηθεί στην ανάδειξη της οικουμενικότητας της νοηματοδότησης της νεωτερικής έννοιας του ανθρώπου ως έννοιας πραγματικής αφαίρεσης (Χαραλάμπης, 1998).
Αυτή η διαδικασία εκδημοκρατισμού καθορίζει το εγχείρημα της νεωτερικότητας, το εγχείρημα της – ανολοκλήρωτης – ολοκλήρωσης του πολιτικού.
Η Aντίδραση
Η αντίδραση στη διαδικασία εκδημοκρατισμού κατά τον 19ο αιώνα, παίρνει τρεις κύριες μορφές. Η πρώτη θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η προσπάθεια καθυστέρησης, ή αναβολής του αναπόφευκτου και παίρνει τη μορφή της εκλογίκευσης του περιορισμού των πολιτικών δικαιωμάτων, ως αναγκαίας από τα πράγματα επιβαλλόμενης συνθήκης (τιμηματική ψήφος κλπ). Η δεύτερη παίρνει τη μορφή της μετωπικής αντίδρασης στο εγχείρημα της νεωτερικότητας και θεμελιώνεται στον ανορθολογισμό του εθνικισμού και του ρατσισμού για να οδηγηθεί στην απόλυτη άρνηση της αξίας του ανθρώπου από τον φασιστικό και ναζιστικό ολοκληρωτισμό στον 20ο αιώνα (Sternhell, 2009, Winkler, 2009, Χαραλάμπης,1998).
Η τρίτη μορφή της άρνησης του εκδημοκρατισμού στηρίχτηκε στη θεμελιακή άρνηση της ατομικής ιδιοκτησίας και της οικονομίας της αγοράς, στην πρόταξη της ιδέας της απόλυτης ισότητας έναντι της ελευθερίας, στην άρνηση της αυτονομίας και ελευθερίας του υποκειμένου και στη θεώρηση της διαδικασίας εκδημοκρατισμού και της διεύρυνσης της ισχύος των πολιτικών δικαιωμάτων ως ιδεολογικής κάλυψης (ψευδής συνείδηση) της από την ιδιοκτησία αναπαραγόμενης ανισότητας στο πλαίσιο της ταξικής σύγκρουσης. Αυτή η μορφή της αντίδρασης, υπό το πρίσμα ενός ιδιόμορφου συνδυασμού της οικονομιστικής – εξελικτικής ερμηνείας της ιστορίας και του πολιτικού βολονταρισμού της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, οδήγησε μέσα από το σχίσμα του εργατικού κινήματος (1916) στην εγκαθίδρυση του κομματικά ελεγχόμενου κρατικού ολοκληρωτισμού του υπαρκτού σοσιαλισμού.
|